- συνερίζομαι
- συνερίζομαι, συνερίστηκα βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συνερίζομαι — ΝΜΑ, και συνορίζομαι Ν, και ενεργ. τ. συνερίζω ΜΑ [ἐρίζω] νεοελλ. μέ ενοχλούν τα λόγια ή πράξεις κάποιου και διατίθεμαι εχθρικά εναντίον του («μή τόν συνερίζεσαι, είναι επιπόλαιος, δεν είναι κακός») μσν. αρχ. ερίζω, αντιδικώ με κάποιον … Dictionary of Greek
συνερίζομαι — συνερίστηκα 1. θεωρώ, ενώ δε θα έπρεπε, προσβλητικούς τους λόγους ή τις πράξεις κάποιου και θυμώνω: Κάθεσαι τώρα και συνερίζεσαι αυτόν τον ανόητο. 2. ζηλεύω, ανταγωνίζομαι: Όταν είναι μαζί αυτά τα παιδιά, συνερίζονται το ένα το άλλο και τρώνε όλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυνέριστος — και ασυνόριστος, η, ο [συνερίζομαι] 1. εκείνος τον οποίο δεν συνερίζεται κάποιος, δεν τον παίρνει δηλαδή στα σοβαρά 2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει να συνερίζεται κανείς, ακόμη και αν προκαλείται («ο γέρος είναι ασυνέριστος») 3. μαλακός, ανεκτικός … Dictionary of Greek
εξερίζω — ἐξερίζω (AM) [ερίζω] πεισμώνω, συνερίζομαι … Dictionary of Greek
ξεσυνερίζομαι — 1. βρίσκομαι σε άμιλλα με κάποιον, συναγωνίζομαι κάποιον 2. δυσφορώ, ερεθίζομαι, συγχύζομαι με τα λεγόμενα ή με τις πράξεις κάποιου, τόν παίρνω στα σοβαρά, τόν λαμβάνω υπ όψιν («μην τόν ξεσυνερίζεσαι, δεν ξέρει τί λέει») 3. τρέφω κακία για… … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συνέριο — και συνόριο, το, Ν συνερισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από συνερίζομαι] … Dictionary of Greek
συνέρισμα — και συνόρισμα, το, Ν [συνερίζομαι] η συνερισιά … Dictionary of Greek
συνερισιά — και συνορισιά, η, Ν [συνερίζομαι] ξεσυνερισιά, διάθεση για αντιδικία με κάποιον … Dictionary of Greek
συνορίζομαι — Ν βλ. συνερίζομαι … Dictionary of Greek